πότημα

πότημα
(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. -ημα].
————————
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τού πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφ-ημα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πότημα — flight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτημάτων — πότημα flight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήμασι — πότημα flight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήμασιν — πότημα flight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματα — πότημα flight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματι — πότημα flight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτήματος — πότημα flight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”